- φωτοτηλεγραφικός
- -ή, -όεπίρρ. -ά αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη φωτοτηλεγραφία (βλ. λ.).
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
φωτοτηλεγραφικός — ή, ό, Ν [φωτοτηλεγραφία] αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη φωτοτηλεγραφία («φωτοτηλεγραφική επικοινωνία») … Dictionary of Greek